ημίμετρα

ημίμετρα
τα полумеры, нерешительные меры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ημίμετρα" в других словарях:

  • ημίμετρο — το (Α ἡμίμετρον) (νεοελλ. συν. στον πληθ.) τα ημίμετρα τρόποι ή μέσα ενέργειας που δεν είναι επαρκή και αποτελεσματικά για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης, διαβήματα που δεν τελεσφορούν αρχ. μισό μέτρο, το μισό μιας μετρικής μονάδας …   Dictionary of Greek

  • ημίμετρο — το ανεπαρκής τρόπος ενέργειας: Η κυβέρνηοη προσπαθεί με ημίμετρα να αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»